- μπασιά
- ηη είσοδος, το μπάσιμο: Έκλεισε την μπασιά για να μη φύγουν τα άλογα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπασιά — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * και εμπασιά, η 1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, είσοδος 2. στενωπός που επιτρέπει τη διάβαση 3. πλημμύρα, παλίρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβασία <… … Dictionary of Greek
εμβασία — και εμπασιά και μπασιά και μπασία, η (Μ ἐμβασία) 1. είσοδος 2. πέρασμα, δίοδος 3. σύνορα, παραμεθόρια περιοχή 4. εισβολή, έφοδος, επίθεση … Dictionary of Greek
μπασίδι — το 1. η μπασιά 2. τρόπος εισόδου 3. παροιμ. «ο Χάρος μπασίδια έχει και βγαλσίδια δεν έχει» τον Χάρο κανείς δεν μπορεί να τόν αποφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπασιά + υποκορ. κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… … Dictionary of Greek
βγαλσιά — και βγαρσιά, η 1. εξαγωγή, ξερίζωμα 2. έξοδος («ο Χάρος έχει μπασιά, μα δεν έχει βγαλσιά») 3. το μέρος απ όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι («η βγαλσιά της ρεματιάς») 4. το μέρος απ όπου αναβλύζει νερό («η βγαλσιά του βράχου») … Dictionary of Greek
εμπασιά — και μπασιά και έμπαση, η 1. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος 2. στενός δρόμος 3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά τής θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια … Dictionary of Greek
μαρέα — η (Μ μαρία) δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά μσν. θαλάσσιο ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria] … Dictionary of Greek
μπάσιμο — το [μπάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπάζω ή τού μπαίνω 2. τόπος διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά 3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο 4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή 5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια … Dictionary of Greek
πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ … Dictionary of Greek
σάιμπας — ο, Ν διάδρομος μεταξύ δύο ή περισσότερων καλλιεργημένων αγρών, ο οποίος χωρίζει ένα σάι από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάι + μπασιά «είσοδος»] … Dictionary of Greek